Η ιστορία ενός κλαμπ-θρύλου που ξεκίνησε με την ευχή ενός πατέρα στον γιο του – Πώς η ιδέα για ένα cafe-bar κατέληξε σε ένα κλαμπ στο οποίο έχουν παίξει οι πιο διάσημοι DJs του πλανήτη και στο οποίο διασκεδάζουν billionaires και celebrities
«Ενα μπάνιο έκανα φέτος», μου λέει ο Νίκος Δακτυλίδης, ο άνθρωπος που έχτισε τον μύθο του «Cavo Paradiso» στη Μύκονο ως ένα από τα καλύτερα κλαμπ του κόσμου, συνεπικουρούμενος από τη γυναίκα του Μαργαρίτα. «Κατέβηκα στην παραλία, βούτηξα για δέκα λεπτά, βγήκα, άλλαξα και έφυγα για δουλειά», τονίζει χωρίς να μεμψιμοιρεί. Η θάλασσα μπορεί να περιμένει άλλωστε, η δουλειά όχι.
Αυτό το καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα χαρούμενος, αφού η ιστορία του βράχου που άλλαξε την έννοια του clubbing στο Νησί των Ανέμων αποτυπώθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ όπου διάσημοι DJs μιλάνε για την εμπειρία τους σε ένα από τα πλέον εμβληματικά κλαμπ του κόσμου. «Φέτος έφερα 85 ονόματα», μου επισημαίνει ο Νικολάρας -έτσι τον φωνάζουν πολλοί φίλοι και γνωστοί στο νησί- που στα 60 του χρόνια εξακολουθεί να δουλεύει πολύ και να ξεκουράζεται λίγο, επενδύοντας στη νέα γενιά των ηλεκτρονικών παραγωγών. Μόνο μια ιεροτελεστία εξακολουθεί να διατηρεί καθημερινά εδώ και δεκαετίες και δεν τη χαλάει, ό,τι κι αν συμβαίνει εκείνη την ώρα. «Το απόγευμα ακριβώς στις 7 η ώρα κλείνω το κινητό και κοιμάμαι για τέσσερις-πέντε ώρες, μέχρι τις δώδεκα, που σηκώνομαι για να πάω στο μαγαζί. Αυτός είναι ο ύπνος μου βασικά όλο το 24ωρο», τονίζει, συμπληρώνοντας: «Ο γιατρός μού έχει δώσει κάτι βιταμίνες, οπότε όλα καλά, ενώ περπατάω καθημερινά έξι με εφτά χιλιόμετρα γιατί μου αρέσει πολύ να ξεφεύγω για λίγο».
Την ώρα που αυτός ξεφεύγει, η γυναίκα του Μαργαρίτα φροντίζει τα πάντα που αφορούν το κλαμπ και τους guest DJs που προσγειώνονται στη Μύκονο. «Εγώ κάνω όλη την προετοιμασία, τις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες όταν ετοιμάζω το line-up της σεζόν», υπογραμμίζει ο Νίκος Δακτυλίδης. «Από εκεί και έπειτα η Μαργαρίτα, που δουλεύει δίπλα μου από το 1997, αναλαμβάνει τα συμβόλαια, τις πληρωμές και ό,τι αφορά τη φιλοξενία των DJs στο νησί». Ο Νίκος Δακτυλίδης γεννήθηκε το 1965 και μεγάλωσε σε μια άλλη Μύκονο, πολύ αλλιώτικη από τη σημερινή και πολύ πιο ανθρώπινη, όπου οι οικογενειάρχες έδιναν στα παιδιά τους κομμάτια γης. Σε ένα τέτοιο κομμάτι έμελλε να χτιστεί και ο μύθος του «Cavo Paradiso».
Ο βράχος
Ο χειμώνας στη Μύκονο δεν είναι εύκολος, ειδικότερα τις περασμένες δεκαετίες, όταν όλα ήταν διαφορετικά, πιο απλά και οι άνθρωποι πιο χαλαροί.
Μια κρύα νύχτα του 1992, όπου οι αέρηδες σφύριζαν από την ένταση, ένας νεαρός Μυκονιάτης κουβεντιάζει με τον πατέρα του Τάσο για ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης. Πρόκειται για ένα οικόπεδο καρφωμένο θαρρείς στην κορυφή ενός βράχου πάνω από την παραλία Paradise, το οποίο στο τέλος της κουβέντας πατέρα – γιου θα καταλήξει στον 27χρονο τότε Νίκο.
Ο νεαρός είναι ένας ήπιος χαρακτήρας, δουλεύει στην οικογενειακή ταβέρνα «Τάσος» μαζί με τον αδελφό του Κώστα και όταν αποκτά τον συγκεκριμένο βράχο δεν σκέφτεται άμεσα τι θα κάνει. Επειτα όμως από έναν χρόνο, κυρίως λόγω της θέας, επιλέγει να φτιάξει ένα all day bar χωρίς να περνάει καν από το μυαλό του ο μύθος που επρόκειτο να γεννηθεί. Το λέει στον πατέρα του και εκείνος, όπως τονίζει, «με κοίταξε και μου έδωσε την ευχή του να πάνε όλα καλά», κάτι που μόνο εύκολο δεν φάνταζε με δεδομένες τις δυσκολίες και το location.
O επίμονος Μυκονιάτης ξεκινάει να στήνει το μαγαζί που είχε στο μυαλό του δουλεύοντας καθημερινά πολλές ώρες – «και εγώ το είχα πάντα στο μυαλό μου ως εστιατόριο-κλαμπ». Για να στηθεί το «Cavo» όπως είναι σήμερα δεν έχει ξεχάσει τις εργατοώρες που δούλευε μαζί με τους εργάτες, ενώ τα τελευταία χρόνια τού βάζει κάθε χρόνο πινελιές ανακαίνισης. Ακόμη θυμάται ότι το όνειρό του παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή πριν από τρεις δεκαετίες, όταν ήταν σκαρφαλωμένος στην οροφή και δούλευε για να πάρει σάρκα και οστά το όνειρό του.
Το ατύχημα και η ζωή μετά
«Δούλευα πολύ με τα χέρια», μου λέει, «και κάποια στιγμή από στιγμιαία απροσεξία έφυγα από την οροφή στο κενό, από έξι μέτρα ύψος, και έσκασα στο έδαφος».
Ηταν 28 Μαΐου 1994 όταν συνέβη το ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή, ενώ μεταφέρθηκε με αεροδιακομιδή στην Αθήνα, αφού είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά το κεφάλι του και είχε εσωτερική αιμορραγία. Χειρουργήθηκε αμέσως και έμεινε 20 ημέρες στην Εντατική, προτού αρχίσει να επανέρχεται μερικώς, αφού χρειάστηκε αποθεραπεία μηνών για να γίνει τελείως καλά. Οι δικοί του είναι συνεχώς πλάι του και κάποια στιγμή ο αδελφός του Κώστας πάνω στην κουβέντα του λέει ότι ήταν θαύμα που επέζησε μετά από τέτοια πτώση.
«Μάλλον έζησα για να χαρώ αυτό που έγινε το “Cavo”», υπογραμμίζει με χαμηλή φωνή ο άνθρωπος που γέννησε το clubbing στο Νησί των Ανέμων πάνω στον διάσημο βράχο που του παραχώρησε ο πατέρας του. Δίνει τα πρώτα πάρτυ το 1992, φέρνοντας Ιταλούς DJs και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, ενώ αργότερα ο Δακτυλίδης συνεργάζεται εξαιρετικά με την ομάδα των Magna Productions, τον Μάνο Βαμβούκη και τον Ηλία Πανταζόπουλο, που γνώριζαν πώς να στήνουν φοβερά dance events. Το νερό μπαίνει για τα καλά στο αυλάκι και όταν η συνεργασία με το δίδυμο των Magna λήγει, επιλέγει να αναλάβει ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα της ζωής του Μαργαρίτα Αντωνίνη το κλείσιμο των μεγάλων ονομάτων για τις σεζόν των καλοκαιριών που έρχονται. Μαζί της θα ζήσει το γιγάντωμα του «Cavo Paradiso» τις επόμενες δεκαετίες και τις πολλές διακρίσεις ανά την υφήλιο, αφού βρίσκεται σχεδόν συνέχεια στην πρώτη δεκάδα με τα κορυφαία κλαμπ του κόσμου.
Ο Νίκος Δακτυλίδης διαβάζει συνεχώς πολλά εξειδικευμένα ξένα μουσικά περιοδικά, ταξιδεύει και ενημερώνεται για τις νέες τάσεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Πλέον στα χρόνια που ακολουθούν φιλοξενεί τους κορυφαίους DJs του πλανήτη, όπως τον Νικ Χάλιγουελ, τον Ντέιβιντ Μοράλες, την Peggy Goo και τον Αρμιν Φαν Μπιούρεν, μεταξύ δεκάδων άλλων.
Για τον ίδιο τα καλύτερα έρχονται με τη νέα γενιά DJs και ονόματα όπως οι Meduza, Hugel, John Summit, Dom Dolla, Mau P., Dj Snake, James Hope και ο δικός μας Argy, οι οποίοι, όπως λέει, «θα είναι στο line up του “Cavo” για την επόμενη δεκαετία».
Η 24χρονη κόρη του Ζήνα «βοηθάει πολύ σε διάφορα πόστα, όπως και ο γιος μου Τάσος, αλλά δεν θέλω να τους πιέσω στο τι θα κάνουν και αν θα συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησα. Μέχρι φέτος λόγω του μικρού που τελείωσε το σχολείο έφευγα μόνο τις γιορτές, δηλαδή τα Χριστούγεννα. Από τον Απρίλιο και μετά η δουλειά παίρνει φωτιά».
Ο Πικέ και η Σακίρα
Τριάντα τρία χρόνια μετά την πρώτη νύχτα λειτουργίας του, το «Cavo Paradiso» εξακολουθεί να στέκεται πάνω στον ίδιο βράχο, με την πισίνα στο σχήμα της Μυκόνου ίδια και απαράλλαχτη. Εξακολουθεί να θεωρείται ένα από τα καλύτερα κλαμπ στον κόσμο και έχει φιλοξενήσει τους πιο διάσημους DJs της ηλεκτρονικής σκηνής. Οπως λέει μάλιστα στο ντοκιμαντέρ ο Ντέιβιντ Μοράλες, «όταν έρχομαι εδώ, είναι σαν να έρχομαι στο σπίτι μου και δεν το βλέπω καν σαν δουλειά».
Εκατοντάδες επώνυμοι, εστεμμένοι, ισχυροί του χρήματος και διάσημοι σταρ πέρασαν την είσοδό του για να ζήσουν αυτές τις εκρηκτικές βραδιές που τελείωναν πολλές φορές μετά την ανατολή του ηλίου και τύπους να βουτάνε το πρόσωπό τους στην πισίνα για να συνέλθουν. Τη νύχτα που το επισκέφτηκαν ο Ζεράρ Πικέ με τη Σακίρα, όταν ήταν ακόμη ένα πολύ ερωτευμένο ζευγάρι, διασκέδασαν με την ψυχή τους, ίσως επειδή κανείς από τους θαμώνες δεν ασχολήθηκε με δύο celebrities που ήθελαν να χορέψουν χωρίς να τους τραβάνε συνέχεια φωτό και βίντεο.
Ο ίδιος ο Δακτυλίδης δεν είναι ο επιχειρηματίας που θα πάει για να φωτογραφηθεί με τον όποιο διάσημο πελάτη του κλαμπ, εν αντιθέσει με τους DJs-σταρ που επιλέγει σε ένα μυθικό μαγαζί. Το μόνο ίσως που δεν περίμενε να ζήσει πάνω σε αυτό τον βράχο ήταν η νύχτα όπου ο guest DJ ξεκίνησε να παίζει στις 5 το πρωί και τελείωσε στις 4 το μεσημέρι! Μπορεί να έχουν περάσει 24 χρόνια, αλλά δεν έχει ξεχάσει ούτε αυτός ούτε και οι τυχεροί που βρέθηκαν εκεί το σετ που έγραψε ιστορία από τον «πολύ» Τζον Ντίγκουιντ στο «Cavo», το οποίο τελείωσε έπειτα από μισή μέρα!
Η νύχτα που έγινε μέρα
Το καλοκαίρι του 2001 οι DJs της ηλεκτρονικής μουσικής είναι οι νέοι σταρ παίζοντας progressive ή acid house στα σετ που ετοιμάζουν, ενώ ταυτόχρονα είναι περιζήτητοι για να κάνουν remix σε pop ή rock επιτυχίες. Ο Πολ Οκενφολντ, ο Σατόσι Τόμιε και ο Nικ Γουόρεν, για να αναφέρουμε μερικούς, αλλά και ο Ντίγκουιντ είναι περιζήτητοι εκείνη την περίοδο ανά την υφήλιο, γι’ αυτό όταν ο Νίκος Δακτυλίδης κλείνει και ανακοινώνει τον τελευταίο αρχίζει χαμός. Φανατικοί της electronica απ’ όλη την Ελλάδα κλείνουν εισιτήρια για το συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο στο Νησί των Ανέμων, έχοντας στο μυαλό τους το live του διάσημου DJ. Στον βράχο που στέκεται το κλαμπ, με θέα την παραλία του Paradise και το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, όλα είναι έτοιμα όταν ο κόσμος αρχίζει να συρρέει μετά τις τρεις και μισή.
Oταν ανεβαίνει στο μπουθ ο Ντίγκουιντ, γύρω στις 4 το πρωί, έχουν εισέλθει γύρω στις 4.000 άτομα, ενώ η ουρά αναμονής στην είσοδο μεγαλώνει, αφού άνθρωποι φτάνουν με αυτοκίνητα και μηχανές από κάθε σημείο. Ατομα δε που είχαν αγοράσει από καιρό τα εισιτήριά τους φτάνουν γύρω στις 5 τα ξημερώματα και βρίσκουν πάνω από 1.200 άτομα σε κατάσταση παροξυσμού να παρακαλάνε για να μπουν μέσα. Παρέες καταφέρνουν να μπουν τελικά ύστερα από μιάμιση και πλέον ώρα στο κλαμπ που δονείται κυριολεκτικά από τα beat του Ντίγκουιντ, ο οποίος έχει τρελή διάθεση.
Μπλούζες φεύγουν στον αέρα, παπούτσια και τσάντες χάνονται μέσα σε ένα διονυσιακό μουσικό ντελίριο και πολλοί βλέπουν την ανατολή του ηλίου ακούγοντας το «It began in Africa» των Chemical Brothers που δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη! Ο Νίκος Δακτυλίδης βλέπει πάνω από 5.000 άτομα να χτυπιούνται γύρω στις 10.30 το πρωί και αρχίζει να αναρωτιέται μέχρι τι ώρα θα «βαράει» ο Ντίγκουιντ.
Οταν ο DJ στέλνει έναν βοηθό του στο ξενοδοχείο για να φέρει κι άλλους -πολλούς- δίσκους καταλαβαίνει ότι το πάρτυ θα συνεχιστεί για πολλές ακόμη ώρες και μένει εκεί βλέποντας το κοινό να πάλλεται. Το νέο ότι στο «Cavo» ο Ντίγκουιντ «βαράει» ακόμα κυκλοφορεί και όσοι δεν έχουν κοιμηθεί ανηφορίζουν στον βράχο με όποιο μέσο βρίσκουν, με το οτοστόπ να σαρώνει.
Από την Αυστραλία μέχρι τη Βραζιλία
Εκείνη η νύχτα που έγινε μέρα είναι πάντα χαραγμένη στη μνήμη του Νίκου Δαχτυλίδη, ο οποίος έβλεπε κόσμο να μπαίνει συνέχεια, την πισίνα γεμάτη, ενώ ο ιδρωμένος DJ δεν έλεγε να σταματήσει. «Υπήρξαν άνθρωποι που έφυγαν στις 7 και τους ξύπνησαν στη 1 για να τους πουν ότι “ο τρελός παίζει ακόμη”, οπότε ξαναγύρισαν με μαγιό, ενώ πολλοί είχαν ήδη βουτήξει στην πισίνα του κλαμπ». Με τον ήλιο ψηλά, αυτή η μουσική ιεροτελεστία έλαβε τέλος στις 4 το απόγευμα, όταν ο Ντίγκουιντ, αποκαμωμένος έπειτα από δώδεκα και πλέον ώρες non-stop στα decks, κατέβηκε.
Μέσα σε αποθέωση και χειροκροτήματα ο κόσμος άρχισε να φεύγει ενώ, σύμφωνα με τον αστικό μύθο, πάνω από 8.000 άτομα πέρασαν από το διάσημο κλαμπ εκείνο το βράδυ που ακόμα μνημονεύεται. Οπως τονίζει ο Νίκος με έναν τόνο νοσταλγίας στη φωνή του, «ήταν μια νύχτα όπου ο Ντίγκουιντ σάρωσε τα πάντα και δεν πιστεύω ότι μπορεί να ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Είναι μία από αυτές τις πολύ ιδιαίτερες στιγμές που δεν μπορεί να επαναληφθεί».
Διανύοντας την έκτη δεκαετία της ζωής του, εξακολουθεί να μην καπνίζει και να μην πίνει, με μόνη εξαίρεση ένα ποτήρι κρασί όταν θα βγει για φαγητό με φίλους ή τη γυναίκα του, η οποία του χάρισε τα δύο τους παιδιά. Το κλαμπ διαθέτει 45 VIP τραπέζια που τα χρόνια της πανδημίας, κατά τα οποία η επιχείρηση «ζορίστηκε», έμειναν άδεια, όμως αυτές οι εποχές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί πλέον.
Στη Μύκονο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το «Cavo Paradiso» βουβό, χωρίς τις νότες της afrohouse ή της techno να διαχέονται από τα ηχεία του ενώ από κάτω χορεύει το πλήθος εκστασιασμένο. Είναι μια μυσταγωγία για την οποία κάποιοι άνθρωποι έρχονται από την Αυστραλία ή τη Βραζιλία και μένουν ώστε να δουν τον ήλιο να βγαίνει το πρωί υπό τους ήχους ενός πειραγμένου «The summer sun».
Ο Νίκος Δακτυλίδης έχει ζήσει αμέτρητες νύχτες αυτό το σκηνικό και ακόμη δεν το βαρέθηκε, ούτε μπήκε στη διαδικασία του πλειστηριασμού για να φέρει έναν Black Coffee ή τους Keinemusic. Εξακολουθεί να ψάχνεται, να ακούει τις νέες τάσεις και να ανακαλύπτει τη next generation των DJs, αλλά αν κάποιος που δεν τον ξέρει τον αναζητήσει στις 7 το απόγευμα δεν θα τον βρει. Είναι εκείνη η ώρα της ημέρας που κλείνει το κινητό του -αυτό που χτυπάει ακατάπαυστα- και χαλαρώνει με λίγες ώρες ύπνου μέχρι να ανέβει λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στον βράχο που σημάδεψε τη ζωή του και να δει τη φωτεινή επιγραφή με το logo του «Cavo Paradiso».
Πηγή:protothema.gr