Ισχυρή αύξηση της τάξης του 30% αναμένεται να σημειώσουν οι παγκόσμιες τουριστικές αφίξεις το 2023 προσεγγίζοντας, στα τέλη της νέας χρονιάς, τα επίπεδα προ πανδημίας, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του European Intelligence Unit (EIU) του The Economist Group.
Ωστόσο, η παγκόσμια πολιτική αστάθεια, ο πληθωρισμός και η οικονομική επιβράδυνση ωθούν για πλήρη ανάκαμψη των διεθνών τουριστικών αφίξεων το 2024.
Σύμφωνα με την έκθεση, το βάθος της τουριστικής ύφεσης το 2020-21 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ισχυρή ανάπτυξη το 2023 είναι σχεδόν αναπόφευκτη δεδομένου ότι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί στις περισσότερες χώρες έχουν αρθεί.
Σε παγκόσμια κλίμακα, το EIU εκτιμά ότι η αυξημένη ζήτηση για ταξίδια θα οδηγήσει σε αύξηση 30% των διεθνών τουριστικών αφίξεων, ανεβάζοντάς τις σε 1,6 δισ.
Η αύξηση αυτή έπεται της αύξησης του αριθμού ταξιδιωτών κατά 60% το 2022. Παρότι το EIU προβλέπει συνέχιση της ανάκαμψης του τουρισμού, η ανάπτυξη του 30% συνεχίζει να μην είναι αρκετή για να φέρει τις συνολικές αφίξεις στα επίπεδα 2019, δηλαδή σε 1,8 δισ.
Η έκβαση αυτή πρόκειται να είναι διαφοροποιημένη ανά περιοχή. Μεγάλα τμήματα της Μ. Ανατολής, λόγω των υψηλών τιμών πετρελαίου, έχουν ήδη επιστρέψει σε πλήρη ανάκαμψη, ενώ το EIU υπογραμμίζει την άνοδο της Σαουδικής Αραβίας ως νέου τουριστικού προορισμού. Φιλοδοξία του προορισμού είναι να ενισχύσει τον τουριστικό κλάδο και στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσει το Red Sea Project με τη δημιουργία 50 ξενοδοχείων σε 22 νησιά.
Αντίθετα, λόγω της ασταθούς πολιτικής κατάστασης, η Ανατολική Ευρώπη θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το 2025 ώστε να γευθεί την πλήρη ανάκαμψη, ενώ άλλες περιοχές θα βρεθούν σε ενδιάμεση φάση εξέλιξης των τουριστικών αφίξεων, με τις περισσότερες εκ των οποίων θα ανακάμπτουν πλήρως το 2024.
Το μεγάλο ερωτηματικό για την εξερχόμενη αγορά της Κίνας
Ενώ οι πολιτικοί παράγοντες στην Ανατολική Ευρώπη επιβραδύνουν την ανάκαμψη του τουρισμού, ένας ακόμη μεγαλύτερος παράγοντας της επιβράδυνσης αυτής παραμένει η Κίνα. Οι προβλέψεις του EIU δεν περιελάμβαναν το πρόσφατο άνοιγμα των συνόρων της αγοράς αυτής από τις 8 Ιανουαρίου του 2023. Πριν από τον Covid, η Κίνα αντιπροσώπευε περίπου το ένα δέκατο των τουριστικών αναχωρήσεων παγκοσμίως. Σε αντίθεση με προηγούμενες προβλέψεις ότι τα σύνορα θα παραμείνουν σε μεγάλο βαθμό κλειστά τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2023, το EIU δεν είχε προβλέψει τη γρήγορη απόφαση των κινεζικών αρχών να επιτρέψουν σε ξένους ταξιδιώτες να εισέρχονται στη χώρα καθώς και τους Κινέζους να ταξιδέψουν ξανά στο εξωτερικό.
Ωστόσο, η έξαρση του κορωνοϊού στην Κίνα μπορεί να επιβραδύνει -αλλά όχι να σταματήσει- την επιστροφή των Κινέζων ταξιδιωτών σε όλο τον κόσμο. Στο σενάριο του EIU πριν από την απόφαση της Κίνας να ανοίξει τα σύνορά της, οι προβλέψεις ανέφεραν ότι ο αριθμός των εξερχόμενων ταξιδιωτών από την Κίνα θα υπερδιπλασιαστεί το 2023, σε σύγκριση με το 2022, σε περίπου 59 εκατομμύρια. Πλέον η πρόβλεψη αυτή μπορεί να είναι αναχθεί σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ταξιδιωτών.
Παρόλ’ αυτά, είναι ακόμα απίθανο ο συνολικός αριθμός των Κινέζων ταξιδιωτών να φτάσει φέτος τον μεγάλο αριθμό των 155 εκατομμυρίων αναχωρήσεων που σημειώθηκαν το 2019, όταν η Κίνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη αγορά εξερχόμενου τουρισμού στον κόσμο. Το EIU αναμένει ότι η μειωμένη ζήτηση θα μπορούσε να συνεχίσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και αλλού. Ωστόσο, σε αντίθεση με την προηγούμενη ανάλυση, οι ασιατικές αγορές θα είναι οι πρώτες που θα υποδεχθούν τον εξερχόμενο τουρισμό της Κίνας. Το εκτιμά ότι ο εγχώριος τουρισμός της Κίνας —ο οποίος επίσης σημείωσε πτώση το 2020/22— θα επηρεαστεί από την οικονομική επιβράδυνση στη χώρα και την επιθυμία των ταξιδιωτών να επισκεφθούν και πάλι προορισμούς του εξωτερικού.
Ο πληθωρισμός και τα κενά προσωπικού παραμένουν μεγάλες ανησυχίες
Το EIU θεωρεί τον πληθωρισμό μείζον ζήτημα για τον τουριστικό τομέα, που δεν επηρεάζει μόνο τους ταξιδιώτες αλλά και διάφορα τμήματα του τουρισμού. Ξενοδοχεία, μπαρ και εστιατόρια έρχονται αντιμέτωπα με τις υψηλές τιμές τροφίμων και ενέργειας, ενώ οι αεροπορικές εταιρείες με τα υψηλά κόστη των καυσίμων.
Οι αεροπορικές εταιρείες αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενες μισθολογικές πιέσεις εν μέσω μιας χρόνιας με πολλές ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Μετά την απόλυση προσωπικού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλές εταιρείες δυσκολεύτηκαν να επαναπροσλάβουν προσωπικό. Αυτό προκάλεσε ατέλειωτες ουρές και την ανάγκη επιβολής ανώτατων ορίων στον αριθμό των επιβατών στα αεροδρόμια, καθώς και ακυρώσεις πτήσεων και την απώλεια αποσκευών το καλοκαίρι του 2022. Μάλιστα, ο διευθύνων σύμβουλος του αεροδρομίου του Χίθροου έχει προειδοποιήσει ότι τα προβλήματα θα διαρκέσουν μέχρι το τέλος του 2023.
Η Διεθνής Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) αναμένει ότι οι αεροπορικές εταιρείες θα υποστούν συνδυασμένη καθαρή ζημιά ύψους 9,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022, αφού έχασαν περίπου 180 δισ. δολάρια το 2020-21.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, οι οιωνοί για το 2023 είναι πιο φωτεινοί και η IATA αναμένει ότι οι αεροπορικές εταιρείες μπορεί να έχουν ακόμη και κερδοφορία εάν τα ταξίδια ανακάμψουν όπως αναμένεται.
Παράλληλα, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ παραμένουν, και η απασχόληση στη βιομηχανία αναψυχής και ψυχαγωγίας εξακολουθεί να έχει «τρύπα» σχεδόν 1 εκατ. εργαζομένων σε σχέση με τα επίπεδα του 2019. Η οικονομική επιβράδυνση θα διευκολύνει τις προσλήψεις εάν οι απώλειες θέσεων εργασίας αυξηθούν αλλού. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Ζηλανδίας και πιθανώς του Ηνωμένου Βασιλείου, θα διευκολύνουν επίσης τις απαιτήσεις βίζας. Ακόμα κι έτσι, ο Economist Group εκτιμά ότι θα χρειαστεί χρόνος για να αντικατασταθούν οι δεξιότητες που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Αυξάνεται ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής
Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη αρχίσει να έχει αντίκτυπο σε βασικούς τουριστικούς προορισμούς, με τα χιονοδρομικά κέντρα να στερούνται χιονιού και τα καλοκαιρινά θέρετρα να επηρεάζονται από ξηρασίες και πυρκαγιές. Το 2023 αυτές οι επιπτώσεις θα γίνουν πιο σαφείς εάν τα καιρικά φαινόμενα συνεχίσουν να είναι ακραία.
Ήδη το 2009, η Ένωση Βρετανικών Ταξιδιωτικών Πρακτόρων όρισε το 2023 ως την ημερομηνία-κλειδί για τον αειφόρο τουρισμό, που είχε ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη βιώσιμων μεταφορών. Ωστόσο, δεν έχει σημειωθεί αρκετή πρόοδος—ο τουρισμός αντιπροσωπεύει πλέον μεταξύ 5% και 8% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το Νεπάλ είναι μια χώρα που θέτει το 2023 ως την εκκίνηση για τον αειφόρο τουρισμό.
Η ευαισθητοποίηση των ταξιδιωτών για τις περιβαλλοντικές συνέπειες του τουρισμού μπορεί επίσης να αλλάξει τα ταξιδιωτικά τους σχέδια το 2023. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το 37% των Κινέζων, το 22% των Ευρωπαίων και το 22% των Αμερικανών θα αποφύγουν να πετάξουν λόγω ανησυχιών για την κλιματική αλλαγή.
Μερικοί από εκείνους που εξακολουθούν να θέλουν να ταξιδεύουν θα είναι προετοιμασμένοι να καλύπτουν υψηλότερες τιμές για επιλογές πιο φιλικές προς το περιβάλλον ή αντιστάθμισης του άνθρακα.
Το 2023 θα ολοκληρωθεί η εθελοντική πιλοτική φάση του προγράμματος αντιστάθμισης και μείωσης του άνθρακα για τη διεθνή αεροπορία για τη μείωση των εκπομπών στις διεθνείς πτήσεις. Οκτώ ακόμη χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Καμπότζης, της Κούβας και της Ζιμπάμπουε, θα ενταχθούν, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των συμμετεχόντων κρατών σε 115.
Πηγή: tornosnews.gr