Αυξημένο ενδιαφέρον για ξενοδοχεία πολυτελείας και στροφή του ελληνικού τουρισμού προς αγορές υψηλότερου εισοδήματος διαπιστώνει μελέτη της ΕΥ Ελλάδος.
Η στροφή προς αγορές υψηλότερου εισοδήματος είναι εξαιρετικά σημαντική, σημειώνεται στη μελέτη, καθώς, πέραν της συμβολής στην αύξηση των εσόδων, μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του κλάδου σε μελλοντικές κρίσεις ή απότομες κάμψεις της ζήτησης, που μπορεί να προκύψουν από εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν τον κλάδο σε παγκόσμια κλίμακα, όπως γεωπολιτικές αναταραχές, επίμονος πληθωρισμός, κ.λπ.
Νέες ξενοδοχειακές μονάδες και ανακαινίσεις
Ως προς το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας και τις επενδύσεις την τελευταία τριετία, η μελέτη αναφέρει:
“Παρά τις αρνητικές συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, ο συνολικός αριθμός των κλινών των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκε τόσο το 2020 όσο και το 2021, φτάνοντας τις 442.000 κλίνες, καταγράφοντας σωρευτική αύξηση 1,8%. Στο ίδιο διάστημα, οι κλίνες των ξενοδοχείων πέντε αστέρων αυξήθηκαν κατά 8%.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για τα πολυτελή ξενοδοχεία επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για τις ανακαινίσεις. Οι δαπάνες για ανακαινίσεις μειώθηκαν από 985 εκατ. το 2019, σε 337 εκατ. ευρώ το 2020, αλλά ανέκαμψαν σημαντικά το 2021, φτάνοντας τα 830 εκατομμύρια ευρώ. Στο διάστημα αυτό, η συμμετοχή των ξενοδοχείων πέντε αστέρων στις συνολικές δαπάνες για ανακαινίσεις αυξήθηκε από 25% σε 48%”.
Υψηλές επιδόσεις ως προς την ικανοποίηση του πελάτη
Η μελέτη της ΕΥ διαπιστώνει, επίσης, ότι η Ελλάδα καταγράφει υψηλές επιδόσεις ως προς την ικανοποίηση των επισκεπτών. Σύμφωνα με στοιχεία του Global Review Index (GRI), ενός διεθνούς δείκτη που αποτυπώνει την ικανοποίηση των πελατών του ξενοδοχείου με βάση τα σχόλια που δημοσιεύουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες, κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Oκτωβρίου 2022, τα ελληνικά ξενοδοχεία συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία (87,1%), σε σύγκριση με ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες όπως η Τουρκία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Κροατία. Τα υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης καταγράφουν τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων (89,1%) σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες, ωστόσο η επίδοση αυτή είναι οριακά χαμηλότερη από την αντίστοιχη επίδοση του 2019 (89,6%).
Σε ό,τι αφορά τους premium προορισμούς, η Μύκονος (89,9%) και η Σαντορίνη (89,2%) διατηρούν τις πρώτες θέσεις έναντι παρόμοιων προορισμών στην ευρύτερη περιοχή, όπως η Ίμπιζα, η Σαρδηνία και το Σεν Τροπέ.
Βασικές αγορές
Η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερά οι τέσσερις κύριες αγορές οι οποίες τροφοδοτούν τον ελληνικό τουρισμό. Το 2021, οι τέσσερις αυτές χώρες συνεισέφεραν το 40% του συνόλου των αφίξεων και το 51% των εσόδων. Προσωρινά στοιχεία για το πρώτο επτάμηνο του 2022 δείχνουν ότι, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, οι αφίξεις και τα έσοδα από τις χώρες αυτές, κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα από το 2019. Οι άμεσες επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι, μέχρι στιγμής, περιορισμένες, καθώς η συμμετοχή των Ρώσων τουριστών στις διεθνείς αφίξεις, είχε ήδη περιοριστεί από το 7,5% το 2013, στο 2% το 2019, των δε Ουκρανών δεν ξεπερνούσε το 0,4%.
Τα έσοδα των ξενοδοχείων – ισχυρές επιδόσεις των 5άστερων
Η μελέτη εξετάζει αναλυτικά τις πρόσφατες εξελίξεις στον ξενοδοχειακό κλάδο, ο οποίος, μετά την καθίζηση του 2020, κατέγραψε ισχυρή ανάκαμψη.
Συγκεκριμένα, για το 2022, ειδικά μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου τα έσοδα των ξενοδοχείων προσέγγισαν τα επίπεδα προ της πανδημίας, παρά το γεγονός ότι περιορίστηκε ο συνολικός αριθμός των διανυκτερεύσεων των επισκεπτών. Τον Οκτώβριο, μάλιστα, τα έσοδα των ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 25% σε σύγκριση με τα επίπεδα του αντίστοιχου μήνα του 2019.
Η δυσανάλογη αύξηση των εσόδων σε σχέση με τον αριθμό των διανυκτερεύσεων εξηγείται από την αύξηση της μέσης τιμής ανά διανυκτέρευση (average daily rate – ADR), η οποία το 2021 αυξήθηκε σημαντικά, ξεπερνώντας τα επίπεδα του 2019. Η αύξηση της μέσης τιμής ανά διανυκτέρευση, όπως και της είσπραξης ανά διαθέσιμο δωμάτιο (revenue per available room – RevPaR) συνεχίστηκε και το 2022, με τους δυο δείκτες να ξεπερνούν τα επίπεδα του 2019, κατά 18% και 17% αντίστοιχα, για το διάστημα Ιουνίου – Οκτωβρίου.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, προφανώς, στα υψηλότερα κόστη που επιβαρύνουν τη λειτουργία των ξενοδοχείων, λόγω, κυρίως, της αύξησης του κόστους της ενέργειας. Ωστόσο, επιβεβαιώνει, επίσης, και την αλλαγή του μίγματος των ταξιδιωτών που επισκέπτονται τη χώρα μας, με μεγαλύτερη συμμετοχή επισκεπτών υψηλότερου εισοδήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση της μέσης τιμής ανά διανυκτέρευση μεταξύ Αυγούστου 2019 και 2021 για τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων, έφτασε το 17% έναντι 5% για το σύνολο των ξενοδοχείων.
Παράλληλα, το 2021 ανέκαμψαν και τα ποσοστά πληρότητας των ξενοδοχείων, χωρίς ωστόσο να προσεγγίσουν τα επίπεδα του 2019. Και πάλι, τα ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων κατέγραψαν υψηλότερα ποσοστά πληρότητας από τα ξενοδοχεία χαμηλότερων προδιαγραφών. Η βελτίωση των ποσοστών πληρότητας συνεχίστηκε και το 2022, πλησιάζοντας πλέον τα επίπεδα του 2019.
Ενδεικτικά, στην αγορά της Αθήνας η πληρότητα για τους κρίσιμους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο έφτασε ποσοστά 91%, 89%, 82% και 93% αντίστοιχα, οριακά χαμηλότερα από το 2019 (93%, 90%, 84% και 95%). Για τον Οκτώβριο, όμως, η πληρότητα φέτος ξεπέρασε ελαφρά τον αντίστοιχο μήνα του 2019 (86,8% το 2022 σε σχέση με το 86,4% το 2019), οδηγώντας την αγορά της Αθήνας σε ένα δυναμικό κλείσιμο της χρονιάς.
Ισχυρή ανάκαμψη και στην αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης
Η ανάκαμψη της αγοράς βραχυχρόνιας μίσθωσης το 2021 ήταν πιο εντυπωσιακή από το σύνολο του κλάδου, με τα έσοδα να διαμορφώνονται στα 1,3 δις ευρώ, πολύ κοντά στα επίπεδα του 2019 (1,4 δισεκατομμύρια), με την εικόνα να βελτιώνεται περαιτέρω το 2022. Για το διάστημα Ιουνίου – Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη βελτίωση σε σχέση με το 2021 (+232%), ξεπερνώντας χώρες όπως η Πορτογαλία, η Κροατία, η Ιταλία και η Ισπανία.
Νέες καταναλωτικές τάσεις βιώσιμος τουρισμός και ψηφιακός μετασχηματισμός
Τα στοιχεία αυτά, επιβεβαιώνουν ότι ο κλάδος του τουρισμού εξακολουθεί να επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα, σε ένα περιβάλλον με σημαντικές προκλήσεις. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι, από τη φύση του, ο κλάδος είναι ακόμη ευάλωτος σε παγκόσμιες αναταράξεις, όπως η πανδημία, η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ή οι πολεμικές συρράξεις. Για να μειώσει την έκθεσή του σε παρόμοιους εξωγενείς παράγοντες και να αναπτυχθεί περαιτέρω, θα πρέπει να προσαρμοσθεί στις σημαντικές νέες τάσεις που βρίσκονται σήμερα σε εξέλιξη παγκοσμίως και αλλάζουν τα δεδομένα της αγοράς.
Οι εταιρείες του κλάδου, αλλά και οι αρμόδιες αρχές, πρέπει, αρχικά, να μελετήσουν και να κατανοήσουν τις αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών που επιτάχυνε η πανδημία, όπως:
- ο συνδυασμός εργασίας και ταξιδιού, στο πλαίσιο της επιδίωξης μεγαλύτερης ισορροπίας επαγγελματικής και προσωπικής ζωής,
- η αναζήτηση λιγότερο γνωστών και πολυσύχναστων προορισμών και
- η προτίμηση προς διακοπές που προάγουν την προσωπική ευεξία.
Σύμφωνα με την έρευνα “Sustainable Travel Report 2022”, κατά τους επόμενους 12 μήνες, 64% των ταξιδιωτών θα αποφύγουν δημοφιλείς και πολυσύχναστους προορισμούς, ενώ 40% σχεδιάζουν να ταξιδέψουν εκτός των περιόδων αιχμής.
Παράλληλα με τις αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών, βρίσκονται σε εξέλιξη και αλλαγές που μετασχηματίζουν τον ίδιο τον κλάδο, με επίκεντρο τη βιωσιμότητα και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Οι ταξιδιώτες σήμερα αναζητούν προορισμούς οι οποίοι να προάγουν την έννοια του βιώσιμου τουρισμού μέσω της βέλτιστης χρήσης των πόρων του περιβάλλοντος, του σεβασμού της κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας των τοπικών κοινοτήτων και της εξασφάλισης οικονομικού και κοινωνικού οφέλους για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε μακροπρόθεσμη βάση. 81% των ταξιδιωτών θεωρούν τον βιώσιμο τουρισμό σημαντικό, ενώ 50% έχουν επηρεαστεί από πρόσφατες ειδήσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή προς την κατεύθυνση πιο βιώσιμων ταξιδιωτικών επιλογών (σύμφωνα με την έρευνα της Booking.gr, Sustainable Travel Report 2022).
Παράλληλα, η ψηφιακή τεχνολογία ανοίγει σημαντικές νέες δυνατότητες για τον εξoρθολογισμό των εξόδων των τουριστικών επιχειρήσεων, την αποτελεσματικότερη προβολή των τουριστικών προορισμών και τη βελτίωση της εμπειρίας του ταξιδιώτη.
Συγχρόνως, ο κλάδος του τουρισμού στη χώρα μας, οφείλει να ξεπεράσει τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, εκ των οποίων κάποιες είναι διαχρονικές, ενώ άλλες προέκυψαν ή εντάθηκαν τα τελευταία χρόνια:
- Υψηλή εποχικότητα και συγκέντρωση μεγάλου ποσοστού της τουριστικής κίνησης το τρίτο τρίμηνο του έτους
- Συγκέντρωση της τουριστικής κίνησης, κυρίως, σε πέντε από τις 13 γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας
- Ελλιπής χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και ειδικότερα των data και της τεχνητής νοημοσύνης, τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από το Δημόσιο
- Ελλείψεις σε βασικές υποδομές, όπως οδικά δίκτυα, υποδομές υγείας, ύδρευση, αποχέτευση και αποκομιδή σκουπιδιών
- Ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Η εντυπωσιακή ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού κατά την τελευταία διετία, παρά τις νέες προκλήσεις που δημιουργεί το κλίμα αβεβαιότητας παγκοσμίως, καταλήγει η μελέτη, αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, ότι ο κλάδος διαθέτει ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα. Είναι ενθαρρυντική, επίσης, η στροφή προς ταξιδιώτες υψηλότερης αγοραστικής δύναμης, καθώς και μια τάση επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου.
Οι επόμενες μεγάλες προκλήσεις
Οι επόμενες μεγάλες προκλήσεις για τον κλάδο είναι η προσαρμογή στην ισχυρή απαίτηση για βιώσιμο τουριστικό προϊόν, η ψηφιοποίηση του κλάδου, η παροχή εξατομικευμένων εμπειριών στους επισκέπτες που θα ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες προσδοκίες τους και η αντιμετώπιση του προβλήματος του κορεσμού ορισμένων δημοφιλών προορισμών. Παράλληλα, επιχειρήσεις και πολιτεία οφείλουν να αναζητήσουν τρόπους προσέλκυσης νέων εργαζόμενων στον κλάδο, για να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού σε πολλές κρίσιμες ειδικότητες.
Πηγή: tornosnews.gr